- ἐπηλυγαῖος
- ἐπ-ηλυγαῖος, α, ον, beschattet, dunkel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επηλύγαιος — ἐπηλύγαιος, ον (Α) σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλύγ η «σκιά, σκοτάδι» + επίθημα αιος] … Dictionary of Greek
ἐπηλύγαιον — ἐπηλύγαιος shady masc/fem acc sg ἐπηλύγαιος shady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηλύγαια — ἐπηλύγαιος shady neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)